τύφλωση

τύφλωση
(Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή σε βλάβη ενός ή περισσότερων στοιχείων του οπτικού συστήματος, από τον κερατοειδή μέχρι του ινιακού λοβού του φλοιού του εγκέφαλου. Μερικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο αμαύρωση, για τις μορφές τ. στις οποίες το μάτι φαίνεται απείραχτο κατά την κλινική εξέταση, δηλαδή τις μορφές της ονομαζόμενης νευρικής τ., που οφείλεται σε βλάβη του αμφιβληστροειδή ή των ενδοκρανιακών οπτικών οδών. Υπάρχουν τ. εκ γενετής, πουοφείλονται σε συγγενείς ανωμαλίες του ματιού ή του εγκεφάλου ή σε ενδομήτριες παθήσεις του βολβού του ματιού. Οι πιο συχνές επίκτητες μορφές είναι αυτές που οφείλονται σε σχηματισμό σκιών του κερατοειδή σε καταρράχτη ή σε απόφραξη της κόρης, καθώς και εκείνες που δημιουργούνται ύστερα από εκτεταμένες αποκολλήσεις του αμφιβληστροειδή, από γλαύκωμα, από ατροφία του οπτικού νεύρου. Στις πρώτες τρεις περιπτώσεις πρόκειται, συνήθως, για μερική τ. στην οποία διατηρείται η αντίληψη του φωτός, και μερικές φορές των χρωμάτων· στις μορφές αυτές, κατάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να αποδώσουν στον ασθενή μια όραση περίπου φυσιολογική. Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις η τ. είναι σχεδόν πάντα μη αναστρέψιμη. Η απώλεια της όρασης μπορεί να περιορίζεται στο μισό του οπτικού πεδίου ενός ή και των δύο ματιών· τότε μιλάμε για ημιανοψία, κατάσταση που οφείλεται σε βλάβη στο οπτικό χίασμα ή σε ένα σημείο των οπτικών οδών που βρίσκονται πίσω από αυτό. Η ολική καταστρεπτική βλάβη του κέντρου της όρασης στον ινιακό λοβό προκαλεί την ονομαζόμενη τ. του φλοιού, κατά την οποία ο ασθενής δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι τυφλός. Στην ψυχική τ., που πιο σωστά ονομάζεται οπτική αγνωσία, οι οπτικές οδοί είναι άθικτες, οι εικόνες σχηματίζονται φυσιολογικά, αλλά το άτομο που πάσχει δεν είναι σε θέση να τις αναγνωρίσει και να κατανοήσει τη χρήση τους. Ειδικές μορφές τ., τέλος, είναι εκείνες που περιορίζονται στην αντίληψη ενός ή περισσότερων χρωμάτων (δαλτονισμός). Τύφλωση. Στη φωτογραφία, μια σελίδα με αλφάβητο για τυφλούς. Οι ανάγλυφες στιγμές που «διαβάζονται» με το πέρασμα του δείκτη στο χαρτί. Τύφλωση. Κανόνας και «κέντρο» για γράψιμο. Η τύφλωση υπήρξε, για πολλούς αιώνες, αληθινή μάστιγα για την ανθρωπότητα και είχε εμπνεύσει ακόμα και την τέχνη. Εδώ, «Η παραβολή του τυφλού», έργο του Π. Μπρύγκελ του Πρεσβύτερου (1568).
* * *
η / τύφλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [τυφλώ(νω)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυφλώνω
2. τυφλότητα
νεοελλ.
1. ιατρ. η συγγενής ή επίκτητη έλλειψη τής όρασης, η οποία μπορεί να οφείλεται σε βλάβες τού αμφιβληστροειδούς ή τών οπτικών οδών ή σε βλάβες τών οπτικών κέντρων
2. φρ. α) «περιφερειακή τύφλωση»
ιατρ. τύφλωση που οφείλεται σε βλάβες τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα ή τών οπτικών οδών, πολλαπλής αιτιολογίας
β) «φλοιώδης τύφλωση»
ιατρ. τύφλωση που οφείλεται σε βλάβες τών οπτικών κέντρων τού εγκεφάλου, με πάμπολλα αίτια
γ) «ψυχική τύφλωση»
ιατρ. πολύ ειδική μορφή διαταραχής τής όρασης, που δεν είναι πραγματική τύφλωση και κατά την οποία ο πάσχων βλέπει μεν τα αντικείμενα, αλλά δεν μπορεί να τά αναγνωρίσει, πράγμα που κατορθώνει με τη χρησιμοποίηση άλλων αισθήσεων, λ.χ. τής αφής, τής ακοής ή τής όσφρησης, αλλ. οπτική αγνωσία
γ) «λεκτική τύφλωση» και «μουσική τύφλωση» — όροι που χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα για ειδικές μορφές αφασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τύφλωση — η το χάσιμο της όρασης, η τυφλότητα, η τύφλα, η τυφλαμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφλώσῃ — τυφλώσηι , τύφλωσις a making blind fem dat sg (epic) τυφλόω blind aor subj mid 2nd sg τυφλόω blind aor subj act 3rd sg τυφλόω blind fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • δαλτονισμός ή αχρωματοψία — Συγγενής ανικανότητα διάκρισης των χρωμάτων. Οφείλει την ονομασία της στον φημισμένο Άγγλο χημικό Τζον Ντάλτον, ο οποίος έπασχε ο ίδιος από αυτή τη νόσο και την περιέγραψε πρώτος με ακρίβεια. Η συνηθέστερη μορφή της χαρακτηρίζεται από τύφλωση ως… …   Dictionary of Greek

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Jenny Mastoraki — Born 1949 Athens Occupation Poet, translator Nationality Greek Period 1972– …   Wikipedia

  • Jenny Mastoraki — Nombre completo Jenny Mastoraki Nacimiento 1949 Atenas, Grecia Ocupación Poeta, Traductora Período 1972– Jenny Mastoraki (en …   Wikipedia Español

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”